*Άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής (12.02.23) σχετικά με τους εισακτέους των ειδικών κατηγοριών στα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
Η αναλογία διδασκόντων-διδασκομένων είναι αναμφίβολα ένας καλός δείκτης ποιότητας στην εκπαίδευση, σε όλες της τις βαθμίδες. Αν, για παράδειγμα, διαβάζατε ότι στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης είναι 1:10 ή της Σορβόνης 1:15 ενώ στην Ιατρική του Αριστοτέλειου είναι 1:6 θα λέγατε ότι δεν τα πάμε κι άσχημα! Πιθανότατα μάλιστα θα σας φαινόταν σωστή και η αρχή της αναλογικότητας -με κριτήριο τον αριθμό των φοιτητών- για τη δίκαιη κατανομή των περιορισμένων θέσεων Καθηγητών μεταξύ των Σχολών του ίδιου Πανεπιστημίου. Λογικό δεν είναι;
Κι όμως! Μια πιο προσεκτική ματιά θα σας έπειθε για το ακριβώς αντίθετο. Ας δούμε μαζί τα στοιχεία: Οι φοιτητές Ιατρικής που εισάγονται με Πανελλήνιες εξετάσεις στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ είναι 150-155 στους οποίους προστίθενται 35-40 φοιτητές της Στρατιωτικής Ιατρικής και 150-155 φοιτητές που εγγράφονται από 16 ειδικές κατηγορίες, δηλαδή, 350 συνολικά φοιτητές σε κάθε έτος σπουδών. Με ελάχιστους “λιμνάζοντες” φοιτητές και με πτυχίο στα 6,5 χρόνια κατά μέσο όρο, αυτό σημαίνει ότι η αναλογία των 335 μελών ΔΕΠ προς τους φοιτητές μας είναι 1:6, δηλαδή, ίδια με τα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Κολούμπια των ΗΠΑ και καλύτερη από πολλά άλλα. Θα σας έλεγα, μάλιστα, ότι με την πρόσληψη 10 διδασκόντων το χρόνο που μας επιτρέπει το Αγγλόγλωσσο Πρόγραμμα Σπουδών μας (ήδη στα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας του έχουμε 120 φοιτητές από 22 χώρες και από τις 5 ηπείρους) έναντι των επιπλέον 360 φοιτητών στη εξαετία, η αναλογία αυτή βελτιώνεται στο 1:5. Ακόμα καλύτερα, δεν είναι; Όχι!
Είναι απλώς λάθος να συγκρίνουμε τους αριθμούς μιας Ιατρικής με τους μέσους όρους των Πανεπιστημίων (που προανέφερα). Στις ιατρικές σπουδές οι αναλογίες είναι -και πρέπει να είναι- διαφορετικές. Στο Όρεγκον, για παράδειγμα, η αναλογία είναι 1:1, στο Τόκιο 1:1,7 (στην Ιαπωνία υπάρχουν αρκετές Ιατρικές Σχολές όπου ο λόγος φοιτητών προς διδάσκοντες είναι 0,9!). Η παγκόσμια ανεκτή αναλογία είναι 1:5, όπου στοχεύουμε κι εμείς. Ο λόγος είναι απλός: στην Ιατρική δεν τελειώνουμε στο αμφιθέατρο ή στο Εργαστήριο! Εκτός του διδακτικού και ερευνητικού έργου των Καθηγητών Ιατρικής υπάρχει και το κλινικό, που είναι ταυτόχρονα εκπαιδευτικό και νοσηλευτικό. Γι’ αυτό και το διπλό ακαδημαϊκό έργο των Πανεπιστημιακών γιατρών, γι’ αυτό και τα δύο Υπουργεία που μας εποπτεύουν! Γι αυτό και η “δυσανάλογα” μεγαλύτερη ανάγκη πραγματικής υποστήριξης με ικανό προσωπικό του εκπαιδευτικού, ερευνητικού, κλινικού και επιτελικού ρόλου των Ιατρικών σε σύγκριση με άλλες Πανεπιστημιακές Σχολές.
Ειλικρινά υποκλίνομαι στους συναδέλφους μου ακαδημαϊκούς οποιασδήποτε ειδικότητας, που διεκδικούν σθεναρά ακόμα μια θέση Καθηγητή για τη Σχολή ή το Τμήμα τους. Είναι τιμή και καθήκον τους. Η επίκληση όμως ότι “έχω χίλιους εγώ, χίλιους κι εσύ, να πάρουμε τις ίδιες θέσεις Καθηγητών” είναι τόσο απλουστευτική και “εξισωτική”, ώστε να μην είναι τελικά δίκαιη. Είναι σα να θέλουμε όλοι οι Πανεπιστημιακοί την ίδια καλοκαιρινή περίοδο διακοπών. Υποψιάζομαι ότι οι ασθενείς μας στις Πανεπιστημιακές Κλινικές θα είχαν σοβαρές αντιρρήσεις!
Σέβομαι επίσης τους αριθμούς, γιατί σε αντίθεση με αυτούς που τους αντιπαραβάλουν με τον “άνθρωπο”, οι αριθμοί δε λένε ποτέ ψέματα και όταν το κάνουν είναι μάλλον προϊόντα ανθρώπινης “δημιουργικότητας”! Θα προσθέσω επομένως εδώ και λίγους ακόμα: η Ιατρική του Αριστοτελείου, εκτός από τους προπτυχιακούς της φοιτητές, έχει και 2500 μεταπτυχιακούς φοιτητές σε 53 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και 23 προγράμματα ακαδημαϊκών εξειδικεύσεων (τα μοναδικά fellowships στη χώρα μας) και 1000 υποψήφιους διδάκτορες. Έχει, επομένως και προφανώς, ακόμα μεγαλύτερες ανάγκες άξιων δασκάλων για να επιτελέσει το εκπαιδευτικό της έργο σε όλους τους κύκλους σπουδών. Τώρα θα μου πείτε, γιατί είναι Τμήμα και όχι Σχολή παρά την καθαρή απόφαση της Συγκλήτου μας; H απάντηση με ξεπερνάει!
Με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας και την αντοχή του αναγνώστη, θα κλείσω συμπεραίνοντας πως το το μείζον πρόβλημα σήμερα δεν είναι ο αριθμός των ειδικών κατηγοριών των φοιτητών μας, αλλά η απομείωση του αριθμού των μελών ΔΕΠ που δεν αναπληρώνονται από τις ελάχιστες θέσεις που εγκρίνει το Υπουργείο -κυρίως λόγω της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ, που πλέον μοιράζονται τις θέσεις των αφυπηρετησάντων των ΑΕΙ. Κι αντί να αυξήσει το Υπουργείο τις θέσεις αυτές, μένουμε να διαπληκτιζόμαστε οι Καθηγητές στη Σύγκλητο για το πως θα μοιράσουμε τις ήδη λιγότερες θέσεις διδασκόντων από όσες έχουμε όλοι πραγματικά ανάγκη, ενώ την ίδια στιγμή καλούμαστε να συλλογιστούμε ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό του Πανεπιστημίου;
Η ακαδημαϊκή Ιατρική επιτελεί σπουδαίο έργο που εκτείνεται από την έρευνα και την εκπαίδευση στην ίδια την υγεία του πληθυσμού. Γι αυτό συγκεντρώνει άριστους στην πλειονότητα τους, και σε σχέση με άλλες σχολές, φοιτητές. Γι’ αυτό και παντού στον κόσμο οι Ιατρικές είναι Σχολές ή Πανεπιστήμια και όχι Τμήματα. Μόνο έτσι θα αποφύγουμε τις τριβές και τους “αναλογικούς” συμψηφισμούς με άλλες Σχολές με πιο θεωρητικά γνωστικά πεδία και διδακτική ύλη. Και μόνο έτσι, με κορυφαίες Σχολές μπροστά, με νέες ψηφιακές τεχνολογίες και με την εξάπλωση των ξενόγλωσσων προγραμμάτων, το δημόσιο Πανεπιστήμιο θα μπορέσει να γίνει μοχλός ανάπτυξης για τη χώρα μας.
Είναι Καθηγητής Καρδιοχειρουργικής στην Ιατρική Σχολή και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης ΑΠΘ. Είναι Διευθυντής Καρδιοθωρακοχειρουργικής Κλινικής Α.Π.Θ., Π.Γ.Ν.Θ. ΑΧΕΠA από το 2011 έως σήμερα, Διευθυντής Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ιατρικής στις Προηγμένες Καρδιοπνευμονικές Εφαρμογές – Τεχνικές Εξωσωματικής Κυκλοφορίας (εγκεκριμένο από το Υπουργείο Υγείας ως μοναδικό στη χώρα για την εξειδίκευση στην Εξωσωματική Κυκλοφορία και από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ειδικών Εξωσωματικής Κυκλοφορίας) από το 2015 έως σήμερα, Διευθυντής του Χειρουργικού Τομέα και αναπληρών τον Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ (ως ο αρχαιότερος Διευθυντής των Πανεπιστημιακών Κλινικών) από το 2017 έως σήμερα, Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εξετάσεων της ειδικότητας Χειρουργικής Θώρακος για τη Β. Ελλάδα από δεκαετίας, Πρόεδρος της Επιτροπής για την ειδικότητα Χειρουργικής Θώρακος στο Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας από το 2023 έως σήμερα.